στίξῃς

στίξῃς
στίζω
tattoo
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • τελεία — Επίθετο της θεάς Ήρας στη Στύμφαλο της Αρκαδίας, προστάτιδα του γάμου. Ναός της υπήρχε στη Μεγαλόπολη. Άλλος ναός της, στις Πλαταιές, ήταν ονομαστός για το εκεί μαρμάρινο άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη. * * * η, ΝΜΑ γραμμ. η στιγμή, σημείο στίξης …   Dictionary of Greek

  • άστικτος — η, ο (Α ἄστικτος, ον) [στίζω] αυτός που δεν έχει διακοσμηθεί με στίγματα, με τατουάζ νεοελλ. αυτός που δεν έχει σημεία στίξης αρχ. (για αγρό ή κτήμα) εκείνος που δεν είναι υποθηκευμένος …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • αστιγής — ἀστιγής, ές (Α) (για κείμενο) που δεν έχει σημεία στίξης …   Dictionary of Greek

  • αστιξία — ἀστιξία, η (Α) [στίξις] η έλλειψη σημείων στίξης …   Dictionary of Greek

  • δυσλεξία — Είδος μαθησιακής δυσκολίας, που εμφανίζεται με δυσχέρεια στην ανάγνωση και στην κατανόηση γραπτών κειμένων, στη γραπτή έκφραση και στη γραφή, καθώς και στα μαθηματικά. Η δ. δεν συνεπάγεται διαταραχή στην εκφορά του λόγου, γι’ αυτό και συχνά δεν… …   Dictionary of Greek

  • εισαγωγικός — ή, ό (AM εἰσαγωγικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εισαγωγή νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εισαγωγικά σημείο στίξης που δηλώνει ότι πρόκειται για αυτολεξεί μεταφορά λόγων άλλου ή για παράδειγμα 2. φρ. α) «εισαγωγικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”